προσλέγω

προσλέγω
ΜΑ
μσν.
ανακοινώνω, γνωστοποιώ κάτι ακόμη
αρχ.
1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι ακόμη σε όσα έχω ήδη πει
2. χαιρετίζω με προσφώνηση, προσφωνώ
3. μέσ. προσλέγομαι
απευθύνομαι σε κάποιον, τού αποτείνω τον λόγο
4. φρ. «προσλέγομαι θυμῷ» — βάζω με τον νου μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσλέγω — προσλέγομαι pres subj act 1st sg προσλέγομαι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • ποτιλέγω — Α (δωρ. τ.) προσλέγω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + λέγω] …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσρητός — ή, όν, Α [προσλέγω] (για χρόνο) αυτός κατά τη διάρκεια τού οποίου γίνονται οι προσρήσεις …   Dictionary of Greek

  • πρόσρημα — ήματος, τὸ, Α [προσλέγω] 1. καθετί που απευθύνεται σε κάποιον ως προσφώνηση, ως προσαγόρευση, ως χαιρετισμός («οὐκ ὀρθοῡ ὄντας τοῡ προσρήματος, τοῡ χαίρειν», Πλατ.) 2. ονομασία, επίκληση …   Dictionary of Greek

  • πρόσρηση — η / πρόσρησις, ήσεως [προσλέγω] ΝΜΑ 1. προσαγόρευση, προσφώνηση, χαιρετισμός 2. ονομασία, όνομα αρχ. 1. το πρόσωπο ή το πράγμα το οποίο προσαγορεύει κανείς, το αντικείμενο τής προσαγόρευσης 2. συμβουλή, παραίνεση 3. ορισμός («μιᾷ χρώμενοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”